προύτυψεν

προύτυψεν
προέτυψεν , προτύπτω
press forward
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προὔτυψεν — προέτυψεν , προτύπτω press forward aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτύπτω — Α 1. ορμώ προς τα εμπρός, εξορμώ («Νεῑλος... προύτυψεν πόντῳ», Νίκ.) 2. προσορμίζομαι («ὕστατος ἐς θάλαμον προύτυψεν», Οππ.) 3. κρούω, χτυπώ πρωτύτερα 4. χτυπώ πριν από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύπτω «πλήττω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”